Actions

Work Header

Death Note GV 2 - ο δίδυμος δολοφόνος

Chapter 6: «Ναόμι και Μόμοτα»

Chapter Text

«Θα πάμε να ερευνήσουμε στην μυστική βάση,» μας είπε ο Ελ την επόμενη μέρα.

«Στην ίδια βάση που ήμασταν και στην υπόθεση Κίρα;»

«Ναι, εκεί»

«Λογικό. Θα τους βρούμε πιο γρήγορα με τους προηγμένους υπολογιστές.»

«Δεν πάμε μόνο γι'αυτό, αλλά και για την ασφάλειά μας. Είναι ριψοκίνδυνο αν μείνουμε κι άλλο στο ξενοδοχείο.»

«Γιατί;»

«Ενδέχεται να τραβήξουμε τις υποψίες,» είπε. «Ποτέ δεν ξέρεις πού μπορεί να κρύβεται ο εχθρός, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με υπόθεση που εμπλέκονται πρόσωπα εξουσίας.»

«Δεν θα καταλάβει κανείς ότι είσαι ντετέκτιβ. Ούτε ότι είμαστε οι συνεργάτες σου. Αν μας δουν στον δρόμο θα νομίζουν απλά ότι είμαστε οικογένεια. Πατέρας και κόρες,» είπε η Ελένη.

«Όχι, καλέ! Αφού φαίνεται η διαφορά στα φυλετικά χαρακτηριστικά! Κι έπειτα, ο Ριουζάκι είναι πολύ μικρός για μπαμπάς μας.» συμπλήρωσα κι ύστερα τον ρώτησε η αδελφή μου:

«Αλήθεια, πόσο χρονών είσαι, Ριουζάκι;»

«Είκοσι»

Έκανα γρήγορους υπολογισμούς με το μυαλό μου. Μεγαλύτερος ήταν, κι όμως έκρυβε την ηλικία του. Κλασικός Ελ... Τον γοητεύουν τα μυστήρια, θέλει κι ο ίδιος να είναι ένα μυστήριο από μόνος του.

«Κάτσε... Μισό λεπτό. Πριν δύο χρόνια που ήταν η υπόθεση Κίρα, δεν ήσουν είκοσι τέσσερα; Τώρα λοιπόν πρέπει να είσαι είκοσι έξι. Πώς είσαι είκοσι;»

«Είκοσι είμαι. Τυχαίνει απλώς να μην το θυμάσαι. Πριν δύο χρόνια ήμουν δεκαοχτώ μισό.»

«Το θυμάμαι πολύ καλά! Ο Μάτσουντα είχε ρωτήσει την ηλικία σου, κι εσύ του είχες πει είκοσι τέσσερα κλεισμένα.»

«Ταυτότητα θα μας δείξεις;» ρώτησε η Ελένη.

«Δεν την έχω μαζί μου.»

Η Ελένη έκανε να ψάξει τις τσέπες του μπας και την εντοπίσει, αλλά το μόνο που βρήκε ήταν κάτι ξεχασμένα νομίσματα γιεν. Λες και θα την είχε ποτέ πρόχειρη στην τσέπη του με κίνδυνο να του πέσει!

«Τις ταυτότητες δεν τις βάζουν στις τσέπες,» είπα.

«Ωραία, τότε πού είναι το πορτοφόλι σου;»

Αλλά ο Ελ την αγνόησε. Φαντάζομαι ότι είχε αρχίσει να του δίνει στα νεύρα η κουβέντα.

«Όπως έλεγα, είναι προτιμότερο να πάμε σε εκείνο το κτήριο, κυρίως για την ασφάλειά μας. Δεν τραβάει την προσοχή, μιας και απ'έξω φαίνεται σαν τα γραφεία μιας εταιρείας. Δεν επιτρέπεται η είσοδος στο κτίριο, εκτός από αυτούς που έχουν δώσει τα στοιχεία και τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα στο σύστημα. Άρα, αν το μηχάνημα της εισόδου εντοπίσει στοιχεία που δεν έχουν αποθηκευτεί, θα θεωρήσει ότι μπήκε εισβολέας.»

«Κάτι σαν τεχνητή νοημοσύνη δηλαδή;» ρώτησε πάλι με περιέργεια η Ελένη.

«Όχι ακριβώς. Θα λέγαμε ότι έχει το απλό λογισμικό ενός υπολογιστή, αλλά αναβαθμισμένο.»

«Τέλεια! Μετά τι σκέφτεσαι να κάνεις;»

«Ενδεχομένως να έρθω σε επικοινωνία με κάποιον πράκτορα για να συμμετέχει στην έρευνα. Κάποιον δηλαδή που είναι πολύ καλά καταρτισμένος. Εσείς τι σκέφτεστε να κάνετε;»

Μας έπιασε αδιάβαστες. Δεν θέλαμε να του πούμε για τις παράλληλες διαστάσεις και τις αναταράξεις του χωροχρόνου. Ότι τι δηλαδή; Ότι ήρθαμε από άλλο σύμπαν κι ότι έχω ξαναδουλέψει μαζί του πριν δύο χρόνια, αλλά στο δικό μου όταν πήγα πίσω στον χρόνο καταλάθος; Ή ότι τον είδα να πεθαίνει στην αγκαλιά ενός αιμοδιψή δολοφόνου; Όχι τίποτα άλλο, αλλά να μην νόμιζε ο καψερός ότι του λέω τίποτα σεξουαλικά. Μήπως να του έλεγα ότι έχουμε κι εμείς μια προσωπική θεά που μάς έκανε κλώνους και τους άφησε στους γονείς μας χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα; Α πα πα! Σε καμία περίπτωση! Κι έπειτα δεν ήταν ακόμα σίγουρο αν υπήρχαν σινιγκάμι ή θανατηφόρα τετράδια στον κόσμο αυτόν, για να πιστέψει τα λόγια μου περί θεών και συμπάντων.

«Εμείς... Μάλλον θα έρθουμε μαζί σου.»

«Ναι, αφού έτσι κι αλλιώς θέλαμε να'ρθουμε στην Ιαπωνία να σε βρούμε,» είπε η Ελένη και την σκούντηξα λιγάκι. Φάνηκε μπερδεμένος.

«Καλά, πού είναι οι γονείς σας;»

Αποφάσισα να είμαι ειλικρινής κι όχι να πω πάλι το ίδιο ψέμα ότι είμαστε απ'την Μελβούρνη, ότι έχουμε έρθει διακοπές, κι ότι ο μπαμπάς μας είναι αστυνόμος που θέλει να μας κάνει παιδιά θαύματα και πράσινα άλογα.

«Είναι μπερδεμένη ιστορία, Ριουζάκι. Θα στα πούμε όλα όταν έρθει η ώρα.»

«Ναι! Θα γελάσεις σίγουρα! Οι γονείς μας ούτε που θα μας πίστευαν ποτέ, κι ας νομίζουν ότι είμαστε καλά. Εννοώ, δεν ξέρουν ότι λείπουμε.»

«Θέλετε να πείτε ότι... Έχετε φύγει κρυφά απ'το σπίτι;»

«Κατά κάποιον τρόπο, ναι, αλλά δεν το ξέρουν. Νομίζουν ότι είμαστε ακόμα εκεί.»

Τον είδα που ήταν έτοιμος να κάνει κι άλλες ερωτήσεις, αλλά τον πρόλαβα για να μην χρειαστεί να απαντήσουμε. Στον Ελ ειδικά δεν μπορείς να πεις ψέματα. Σε διαβάζει σαν ανοιχτό βιβλίο.

«Μην το συζητάς κι εσύ, Ριουζάκι! Σου λέμε ότι είναι μπερδεμένη ιστορία. Όταν οι συνθήκες το επιστρέψουν, θα σου πω. Στο υπόσχομαι!»

«Είναι εγγυημένη η ασφάλειά μας!» συμπλήρωσε η Ελένη.

Ευτυχώς, το σεβάστηκε και δεν επέμεινε να μάθει περισσότερα. Εδώ που τα λέμε, με το δίκιο ήθελε να μάθει. Τι δουλειά είχαν δύο ανήλικα παιδιά στην άλλη άκρη του κόσμου, μακριά απ'την ταπεινή τους χώρα;

Λίγο αργότερα, πήρε τηλέφωνο μια γυναίκα που για κάποιον λόγο δεν το σήκωσε. Δεν την είχα γνωρίσει στην υπόθεση Κίρα. Την λένε Ναόμι Μισόρα, κι όπως μάθαμε είναι πράκτορας του FBI. Από τις καλύτερες όπως την περιέγραψε ο Ελ. Έχει πιστοποίηση πολεμικών τεχνών, τόσο για το καράτε όσο και για το τζούντο. Ξέρει πώς να χειρίζεται όπλο αλλά και πώς να ακινητοποιεί τον κακοποιό όταν πρόκειται να συλληφθεί.

Είχε χάσει λέει τον αρραβωνιαστικό της στην υπόθεση Κίρα. Τον είχαν βρει νεκρό από καρδιακή προσβολή σε μια στάση του μετρό. Αν και δεν είχαν απτές αποδείξεις, τόσο η ίδια όσο και ο Ελ πίστευαν ότι ο Λάιτ είχε βάλει το χέρι του. Προσπάθησαν δε, μαζί με την ομάδα κρούσης, να του στήσουν ψυχολογική παγίδα. Δηλαδή να ακολουθήσουν τις δικές του μεθόδους χειραγώγησης, μέχρι να τσιμπήσει και να τον κάνουν να νομίζει ότι είναι σύμμαχοί του, χωρίς να του λένε άμεσα τις υποψίες τους. Η υπόθεση δε, κράτησε λιγότερο απ'όσο περίμεναν. Εξαιτίας της πολυπλοκότητας της, περίμεναν ότι θα έληγε μετά από χρόνια, αλλά μέσα σε έξι μήνες είχαν ξεμπερδέψει. Τον Γενάρη του 2006 είχε ξεκινήσει και ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο.

«Αν δεν την είχα στο πλευρό μου, δεν θα την πιάναμε ποτέ,» είπε.

Περίεργο... Και να σκεφτείς ότι εμείς την είχαμε λύσει σε μόλις τρεις μήνες στο δικό μου σύμπαν, σκέφτηκα.

Χτύπησε το κινητό του. Ηταν η Ναόμι.

«Παρακαλώ;»

«Ναι;» ακούστηκε απ'την άλλη γραμμή μια γυναίκα. Ακολούθησε μια μικρή παύση σαν να μην ήξεραν τι να πουν.

«Ριουζάκι, εσύ;»

«Μάλιστα»

«Πώς είσαι; Καιρό έχουμε να τα πούμε.»

Ενικός; Πρέπει να έχουν βρεθεί από κοντά πολλές φορές, είπα μέσα μου.

«Ναι, πράγματι. Έχουμε να μιλήσουμε πάνω από χρόνο.»

«Ε, δουλειές με φούντες, καταλαβαίνεις,» είπε η Ναόμι.

«Σε πετυχαίνω σε κατάλληλη στιγμή;»

«Δεν κάνω κάτι συγκεκριμένο. Ούτε κι ακούει κανείς. Μπορείς να μου μιλήσεις ελεύθερα.»

Και της τα εξήγησε όλα σε σχέση με την καινούρια υπόθεση.

«Τώρα που το λες... Κάτι είχε πάρει το αυτί μου, αλλά δεν μου πέρασε απ'το μυαλό ότι θα ήταν τόσο σοβαρά τα πράγματα,» είπε ανήσυχα και συνέχισε.

«Κάναμε κι εμείς το λάθος να νομίζουμε ότι είναι υπόθεση ρουτίνας. Λες να σκοτώσουν κι άλλους;»

«Πολύ πιθανόν. Αλλά όσο πιο γρήγορα δράσουμε τόσο το καλύτερο.»

«Θα πρέπει όμως να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Ξέρεις τι γίνεται σε τέτοιες υποθέσεις αν οι δράσεις υποψιαστούν το παραμικρό.»

«Μίλησε κανείς για δράστες;»

Ακούστηκε μια άλλη φωνή απ'το τηλέφωνο. Αντρική μεν, αλλά για κάποιον λόγο θύμιζε φωνή παιδιού.

«Πού ήσουνα εσύ;»

«Περίμενα με τις ώρες στο μπαρ μέχρι να μου φτιάξουν τους δύο καπουτσίνο! Τι κόσμος ήταν αυτός, ρε παιδάκι μου;»

Καλώς τον! Μπήκε και ο Μάτσουντα στην παρέα μας! Μείναμε λίγο ακόμα στην αναμονή.

«Ριουζάκι, είσαι ακόμα εκεί;»

«Μάλιστα. Νόμιζα ότι είσαι μόνη σου,» είπε μπερδεμένος.

«Όχι, εδώ, έχω βγει βόλτα με τον Τότα αλλά μην ανησυχείς. Είμαστε σε απομονωμένη περιοχή. Η μόνη μας παρέα είναι τα αμάξια που περνάνε.»

«Ναι, ήμασταν κέντρο και μας πήρε η κατηφόρα!» γέλασε ο Μάτσουντα. «Τι κάνεις, Ριουζάκι;»

Ψέματα δεν θα πω, κρατιόμουν να μην σκάσω στα γέλια! Γιατί ο Ελ ούτε που απάντησε στον χαιρετισμό! Απλά έκανε μια αργή κίνηση με το κεφάλι σαν να'λεγε: "εσύ μας έλειπες τώρα"!

«Όπως έλεγα λοιπόν, Ναόμι, μού έχουν στείλει το επίσημο πόρισμα εδώ και αρκετές μέρες. Μια τέτοια όμως υπόθεση απαιτεί την συνεργασία ενός έμπειρου συνεργάτη, όπως μπορείς να φανταστείς. Με τι ασχολείσαι αυτόν τον καιρό;»

«Με τίποτα περιέργως. Συνήθως πνίγομαι.»

«Ωραία. Στις πέντε το απόγευμα να είσαι στο—»

«Να'ρθω κι εγώ;» ακούσαμε πάλι τον Μάτσουντα.

«Πού να'ρθεις;»

«Εκεί που ήμασταν και πρόπερσι στον Κίρα; Στην Σιμπούγια δεν λες; Σε εκείνο το δωδεκαόροφο κτήριο;»

Ο Ελ αναστέναξε κι έτριψε το κόκαλο της μύτης. «Στην διπλανή σου απευθύνω τον λόγο, Μάτσουντα.»

«Το κατάλαβα. Αυτό όμως δεν με εμποδίζει απ'το να έρθω. Ξέρω ότι δεν με έχεις πολύ στην εκτίμησή σου, αλλά είμαστε παλιοί συνεργάτες. Οι τίτλοι δεν αλλάζουν!»

«Δεν δαγκώνει ο Μάτσουντα, μην τον φοβάσαι. Του έχω κάνει όλα τα εμβόλια,» είπε η Ναόμι.

«Τα εμβόλια της εξυπνάδας τού τα έχεις κάνει;»

«Πάντα με τον καλό τον λόγο ο Ριουζάκι!»

«Όλο έτσι μιλάνε μεταξύ τους;» μου ψιθύρισε η Ελένη στο αυτί.

«Ναι! Σκέψου πόσο καλή επαγγελματική σχέση έχουν! Ακόμα και σ'ενα παράλληλο σύμπαν ο Ελ έχει για άχρηστο τον Μάτσουντα!» γέλασα.

«Έχουμε λοιπόν πολλά να δούμε...»

*****
*****

Το ίδιο απόγευμα βρεθήκαμε στην Σιμπούγια. Στην μυστική βάση που μόνο δέος σου προκαλεί όταν βλέπεις τα εξελιγμένα συστήματα ασφαλείας. Μόλις μπήκαμε, η Ελένη είπε:

«Πράιβασι έχουμε τουλάχιστον ή θα βλέπουν οι κάμερες και τι χρώμα βρακί έχουμε;»

«Μια χαρά θα είμαστε».

«Αυτό αν θέλω το πιστεύω. Θα ψάξω για τυχόν κοριούς την ώρα που κάνω μπάνιο!»

Εντάξει, εδώ δεν είχε άδικο. Θα ήταν εντελώς παράλογο αν έβαζαν και στο μπάνιο κάμερες. Δεν είναι δα και τόσο ακραίος ο Ελ! Ο καθένας θέλει να έχει τον προσωπικό του χώρο. Ευτυχώς δηλαδή που δεν είδα τίποτα επίμαχα σημεία όταν έβαλαν κάμερες στο σπίτι του Λάιτ! Δεν χρειαζόταν δηλαδή να δω και τίποτα. Έχω πάει σε βαφτίσια.

Η πόρτα άνοιξε αφού πρώτα ακούστηκε ένα μπιπ. Σαν τον ήχο ενός ATM όταν σου επιστρέφει την κάρτα. Εκείνοι ήταν. Ίδιος ο Μάτσουντα, δεν είχε αλλάξει καθόλου. Κουρεύτηκε μήπως; Δεν ξέρω δεν είδα καλά. Και η Ναόμι; Μοντέλο! Ψηλή, γύρω στο 1,70 την κόβω. Με ίσια μακριά μαλλιά που τα είχε δώσει σε αλογοουρά. Φορούσε μαύρο παλτό, ανοιχτό λίγο προς την μεριά του στήθους, ώστε να φαίνεται το πουκάμισο από μέσα. —Ακόμη δεν είχε κοπάσει καλά το κρύο της προηγούμενης μέρας—. Και τα μάτια της... Το ίδιο κοφτερά με του Ελ! Αν είχαν φωνή, θα ούρλιαζαν από χιλιόμετρο: «καθήκον!!» Δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί άνθρωπο που παίρνει στα σοβαρά την δουλειά του, τόσο που να φωτάει στο μέτωπό του σαν προβολέας η λέξη «επαγγελματίας»! Κι εκείνη σε σκανάρει από το φωτοτυπικό μηχάνημα όπως ο Ελ, μόνο που εκείνη είναι λες και βγάζει το όπλο και λέει: «κάτσε καλά ή σε έφαγα!» Το ίδιο νόμισε και η αδελφή μου!

«Μαρίνα, πάμε να φύγουμε, θα μας φάει αυτή!» ψιθύρισε.

«Είναι σίγουρα πράκτορας; Μήπως είναι πληρωμένη δολοφόνος;»

«Όχι, ακόμα χειρότερα! Είναι απεσταλμένη της σοβιετικής ένωσης!»

«Σκάσε, μωρή, μην ακούσει τίποτα!» της είπα κι εγώ το ίδιο ψιθυριστά αλλά τρομαγμένα.

«Λες να μπλέξαμε με τρελούς στην διάσταση αυτή;»

«Όχι, μην το λες αυτό! Αφού η Νυξ σού είχε πει ότι όλοι τους είναι καλοί άνθρωποι!»

«Καλάμια και παλούκια είναι! Εγώ σού λέω να την κάνουμε από 'δω σιγά σιγά...»

«Κάτσε, όταν μας απευθύνει τον λόγο, θα της μιλήσω με στιλ!»

Γύρισαν τότε προς το μέρος μας, κοιτώντας μας με περιέργεια. Ο Μάτσουντα με αναγνώρισε.

«Μαρίνα! Σαν τα χιόνια!»

«Πραγματικά»

«Πώς κι απ'τα μέρη μας;»

«Είπα να περάσω να πω ένα γεια.»

«Καλά έκανες. Το κορίτσι;»

«Η αδελφή μου»

«Ελένη. Χάρηκα!» χαμογέλασε κι έκανε χειραψία.

«Παρομοίως. Εγώ είμαι ο Τότα. Μάτσουντα Τότα.»

«Τότα;»

«Ναι, έτσι με λένε. Μόμοτα γράφεται κανονικά, απλώς συνήθισα να συστήνομαι έτσι.»

Ποτέ δεν είχα ακούσει κάποιον από τον ομάδα να τον φωνάζει με το μικρό του όνομα. Εκείνη την μέρα έμαθα πώς τον λένε.

«Τι φάση; Αφού σε λένε Μόμοτα γιατί δεν το κράτησες;» απόρησε η Ελένη.

«Γιατί οι γονείς μου θεώρησαν ότι το Μόμοτα είναι μωρουδίστικο και το έκαναν πιο ώριμο».

«Είναι ο,τι πιο άκυρο έχω ακούσει. Εμείς γενικά δεν αλλάζουμε την προφορά στα ονόματα γιατί έτσι μας κάπνισε. Αν σε έχουν βαφτίσει Γιώργο, σε φωνάζουν Γιώργο και γράφεται Γιώργος, μάλλον έτσι σε λένε κι όχι Γιάννη. Το Μόμοτα ακούγεται τρυφερό. Με το άλλο θα μπερδεύομαι. Θα νομίζω ότι είναι η μάρκα Toyota!»

Ετοιμάστηκα να πω στον Μάτσουντα να μην παρεξηγεί την αδελφή μου, ότι είναι ετοιμόλογη απ'την φύση της, αλλά δεν φάνηκε να προσβάλλεται.

«Καλά... Πες με όπως θες.»

Η γυναίκα από πίσω του, γέλασε σιγανά.

«Αα, ναι. Ξεχάστηκα. Κορίτσια, από 'δω η συνάδελφός μου η Ναόμι.»

«Γεια σας» χαιρέτησα ταπεινά.

«Εγώ σας ξέρω απ'το Facebook!» πετάχτηκε η Ελένη. «Σας έκανα αίτημα και δεν με αποδεχτήκατε.»

Σάστισε για λίγο. «Δεν έχω Facebook, καλό μου.»

«Να κάνετε. Θέλω να γίνετε φίλη μου!» είπε και μού έκλεισε το μάτι πονηρά. Τι σκέφτηκε πάλι το βλαμμένο; Έτσι και μας έκθετε, θα την σκότωνα!

«Όλοι για το Facebook μιλάνε. Μα είναι τόσο καλό πια;»

«Το Instagram είναι καλύτερο για να σας πω την αλήθεια, Μόμοτα. Αλλά αν κάνετε, θέλω να μου λέτε για όλες τις επικίνδυνες υποθέσεις που αναλαμβάνετε! Δεν είναι επάγγελμα ο πράκτορας, λειτούργημα είναι! Κάνετε όλοι σας ηρωικές δουλειές!! Τύφλα να'χει ο Τζέιμς Μποντ!» συνέχισε η άλλη με έπαρση. Μετά γύρισε να μιλήσει στο επόμενό της "θύμα".

«Ριουζάκι, έχεις Facebook;»

«Δεν ασχολούμαι με αυτά.»

Κι αναστέναξε. «Που ζείτε, ρε παιδιά; Εδώ και πόσα χρόνια είμαστε κονέκτεντ! Πρέπει να μάθει ο κόσμος τους ήρωες της διπλανής πόρτας! Να ξέρουν έστω ότι υπάρχουν κάποιοι με ήθος, που δεν προδίδουν τις αξίες και τις αρχές τους! Πώς θα μάθουν ότι υπάρχουν τέτοιοι λεοντόκαρδοι άνθρωποι; Από την τηλεόραση, την βασίλισσα της προπαγάνδας;! Την θεά που προσκυνάνε οι ΑΡΔ;»

Δεν άντεχα να την βλέπω να κάνει θεατρινισμούς κι οι άλλοι να την κοιτάνε λες και είναι ναρκομανής που έχει πάθει σύνδρομο στέρησης! Την τράβηξα λοιπόν απότομα από το μπράτσο προσπαθώντας να σώσω ο,τι σώζεται.

«Χίλια συγγνώμη για το αίσχος! Πάω να την επαναφέρω στις εργοστασιακές της ρυθμίσεις!» Και πήγαμε στον πάνω όροφο. Την στρίμωξα στο βάθος του διαδρόμου όπου και δεν θα ακουγόμασταν.

«Πας καλά, παιδάκι μου; Τι ήταν αυτά που είπες; Έτσι και καταλάβουν τίποτα, εσύ θα φταις!»

«Γιατί, τι είπα; Είμαστε σε αποστολή. Οι αντιπερισπασμοί χρειάζονται.»

«Αντιπερισπασμός ήταν αυτό;»

«Μάλιστα. Δεν είπαμε ότι αυτή είναι απεσταλμένη για να μας εξοντώσει; Της τράβηξα την προσοχή με κάτι άσχετο να μην υποψιαστεί τίποτα. Ποιος ξέρει, μπορεί και ο μπάτσος να είναι στο κόλπο... Τι με κοιτάς έτσι; Πού να ξέρω πώς μιλάνε στους πράκτορες; Ο,τι μου'ρθε το'πα! Ετσι κι αλλιώς, αφού είδαν ότι είμαστε δύο αθώα κι όμορφα κοριτσάκια, δεν θα τολμήσουν να μας πειράξουν! Τους χτύπησα στο φιλότιμο!»

Την τελευταία πρόταση ειδικά, την είπε με απόλυτη βεβαιότητα, λες και ξαφνικά δεν φοβόταν την επικινδυνότητα του επαγγέλματος. Τότε χαμήλωσε την φωνή και σούφρωσε τα φρύδια.

«Δεν μου λες; Μπας κι είναι αυτή πίσω απ'τους φόνους και το παίζει φίλη; Να είναι από αυτές τις περιπτώσεις;»

«Τι λες, μωρέ; Πώς γίνεται ένας μόνο άνθρωπος μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να κάνει τόσο καλοφτιαγμένους φόνους;»

«Όχι η ίδια! Να είναι ο εγκέφαλος κάποιας οργάνωσης εννοώ.»

«Εμένα πάντως μού φάνηκε φιλική. Δεν φοβήθηκα την αύρα της.»

«Τι, αλλάξαμε γνώμη τώρα; Αφού κι εσύ την φοβήθηκες!»

«Έκανα λάθος. Είμαι σίγουρη.»

«Ο,τι πεις, Σέρλοκ Χολμς!» ειρωνεύτηκε.

«Ευχαριστώ. Και που'σαι; Μόλις πάμε σπίτι θα κόψεις την πολλή τηλεόραση και το ίντερνετ. Θες σοβαρή απεξάρτηση!»